Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου. Μερακλήδικο χωριό με άριστους χορευτές και ένας από αυτούς ο αδερφός του ο Μανώλης Κλάδος. Μου έλεγε η μάνα μου πως όταν ο Μανώλης ερχόταν στην Πατσό, οι βραδιές ήταν διαφορετικές, το μεράκι και η λεβεντιά κατείχαν την πρώτη θέση στις καρδιές τους. Δάκρυζες όταν τον έβλεπες Στραταριστά ένα με τη γη του παραχωρούσε χώρο να εκφραστεί. Και όταν χόρευε ο αδερφός του, την έσπαγε τη λύρα ο Κλάδος.
Ήταν γιος του Δημήτρη Κλάδου κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου γνωστός ως Χωρίστρης. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέα Λίτινα. ́Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο είναι ο Λεωνίδας. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Πλατανίων, αλλά λόγω έλλειψης δασκάλου παρακολούθησε μαθήματα και σε άλλα δημοτικά της γύρω περιοχής μεταξύ αυτών και αυτό του Μοναστηρακίου. Ήταν εξαίρετος μαθητής, λόγω όμως οικονομικών δυσχερειών δεν προχώρησε στα γράμματα.
Οι γονείς του τον προέτρεψαν και πήγε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη στο Βυζάρι στου Κούνουπα του Στεφανή, όπου πηγαινοερχόταν για τρία χρόνια. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού μου από τις Λαμπιώτες παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι.
Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής. Τα πρώτα ακουστικά ερεθίσματα ήταν οι μαντιναδολόγοι και οι βοσκοί της περιοχής. Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Άνω Μέρος.
Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντηλιές του. Το 1945 έως 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το Νομό.
Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη, τον μπουλγαρίστα Στέλιο Φουσταλιέρη κ.α. Ταυτόχρονα γνωρίζεται με τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό, Καρεκλά, Σκορδαλό, Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού.
Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιούς και 2 κόρες. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του “Όταν κοιμάται ο δυστυχής”.
“Όταν κοιμάται ο δυστυχής”, από τα πρώτα κομμάτια του Λεωνίδα, άλλες αξίες, άλλος τρόπος αντιμετώπισης για τη ζωή. Τα πράγματα ήταν αγνά, οι άνθρωποι ήταν απλοί, νιώθαν τη φύση, τα βουνά τους συντρόφευαν, ο αέρας τους άγγιζε τα σωθικά, οι ρακές και οι παρέες παίρναν φωτιά στις δοξαριές του Κλάδου, οι χορευτές ψηλοπετούσαν από τη γη που μας δίνει τα πάντα για να υπάρξουμε. Τα τραγούδια μαζί και η φτώχεια έφτιαχναν από μόνα τους το δημιουργό.
Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας.. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ήταν από τους πρώτους που ανέβασαν τα καλαματιανά και τα Ευρωπαϊκά ταγκό και βαλς.
Στα Σκούρβουλα γνωρίστηκε με τον Καστελλολευτέρη , μια γνωριμία σταθμός γι’ αυτόν και απαρχή για τη μουσική του σταδιοδρομία. Εκτός από σπουδαίος καλλιτέχνης θεωρείται κι επιτυχημένος επαγγελματίας. Αφού συνεργάστηκε αρκετό διάστημα με τον Καστελλολευτέρη, γνώρισε και συνεργάστηκε επίσης με άλλους σπουδαίους μουσικούς όπως ο Νίκος Μανιάς, ο Μανώλης Κακλής, ο Παντελής Κρασαδάκης, ο Δημήτρης Σκουλάς κ.α.
Εργάστηκε σε πολλά κέντρα των Αθηνών και της Κρήτης, έχει παίξει σε πάρα πολλά γλέντια και γιορτές και έχει κάνει αρκετές περιοδείες στο εξωτερικό. Δισκογραφικά έχει να επιδείξει ένα χρυσό δίσκο “Όταν κοιμάται ο δυστυχής” και συνολικά 35 μεγάλους δίσκους 33 στροφών, 15 μικρούς (45 στροφών) και δεκάδες κασέτες.
Ευχαριστώ το Θεό που μου’ δωσε αυτό το χάρισμα, ότι πιο πολύτιμο για μένα. Η λύρα με δίδαξε και με γνώρισε μ’ όλα τα στρώματα των ανθρώπων
Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου έχει μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους.
Κάτι πολύ ενδιαφέρον είναι πως ο Κλάδος πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα του καιρού του που ήθελε οπωσδήποτε τους λυράρηδες και τραγουδιστές, δεν τραγούδησε ποτέ του. Σε μια εποχή που όλοι έκαναν καριέρα τραγουδώντας, εκείνος έμεινε στην ιστορία χωρίς να πει ούτε μια μαντινάδα.
Για όσους θέλουν να ξέρουν ο Λεωνίδας Κλάδος σε όλη του τη δισκογραφία τραγούδησε ένα μόνο κομμάτι ο ίδιος. Τίτλος του τραγουδιού “Όλος ο κόσμος με μισεί” και ήταν τρομερός και στο τραγούδι αλλά έπαθε ζημιά στις φωνητικές χορδές και δεν ξανατραγούδησε γιατί χάλασε η χροιά της φωνής του και όπως μου έχει πει ο ίδιος δεν ήθελε να μειώσει την αξία της λύρας του.
“Όλος ο κόσμος με μισεί” συνθέτει και τραγουδάει ο Λεωνίδας και σε βάζει στη σκέψη να πετάξεις τα δήθεν και να είσαι ατόφιος και αληθινός σ’ αυτά που έχεις, σ’ αυτά που θα διεκδικήσεις, την αγάπη την αληθινή στα επίπεδα της καθημερινότητάς σου. Δοξαριές μιας στιγμής από ένα συναίσθημα που ο λυράρης καταθέτει και σε καλεί σ’ ένα διονυσιακό γλέντι.
Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΛΥΡΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΔΩΘΗΚΕ ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ να πραγματοποιήσει ΡΕΣΙΤΑΛ (η λέξη ΡΕΣΙΤΑΛ δεν ειπώθηκε τυχαία ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ ΠΟΥ έχουμε ΖΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΕΙ ΜΑΕΣΤΡΟ, ΜΠΕΤΟΒΕΝ.
Εναλλαγές στα γυρίσματα, μελωδικά ακούσματα, “μαέστρο Κλάδο!” φωνάζανε στο χωριό μας και πετούσε από τη χαρά του. Τα γλέντια στην Πατσό άφησαν εποχή. Κλάδος μαζί με Κρασαδάκη και Μιχαλιό και 1500 άτομα να χορεύουν γύρω από τον πλάτανο του χωριού και ο Κλάδος να νανουρίζει τη λύρα, να ευωδιάζει το σύμπαν και η βραδιά να μένει στην καρδιά για πάντα και η παράδοση να έχει ελπίδα στην καθαρότητα και την αληθινή στιγμή.
Ο Λεωνίδας ετοιμάστηκε για το μεγάλο ταξίδι το 2010, 12 Νοεμβρίου, Παρασκευή αλλά εκεί που πήγε, οι παρέες των λυράρηδων του ετοίμασαν την καλύτερη θέση να συνεχίσει τα γλέντια και τα μεράκια.
Λεωνίδα Κλάδο σ’ ευχαριστούμε για όλες τις όμορφες στιγμές που μας χάρισες.